- τίρων
- τίρωνtiromasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τίρων — και τείρων, ωνος και τιρόνης, ὁ, Α νεοσύλλεκτος στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tiro, ōnis «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»] … Dictionary of Greek
Δελφίδιος Άττιος Τίρων — (4ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ρήτορας και ποιητής. Ο Δ. ήταν εθνικός και το πρώτο έργο του ήταν ένας ύμνος στον Δία. Αργότερα ασχολήθηκε και με το έπος, ενώ είχε λαμπρές επιδόσεις και στη ρητορική. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαγνέντιου (350 353 μ.Χ.) ο … Dictionary of Greek
τίρωνα — τίρων tiro masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίρωνας — τίρων tiro masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίρωνες — τίρων tiro masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίρωνος — τίρων tiro masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτοτίρων — ναυτοτίρων, ὁ (Α) νεοσύλλεκτος ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + τίρων «νεοσύλλεκτος»] … Dictionary of Greek
τείρων — ὁ, Α βλ. τίρων … Dictionary of Greek
τειρωνολογώ — έω, Μ στρατολογώ, συγκεντρώνω νέους για το στράτευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείρων, ωνος, άλλος τ. τού τίρων* + λογῶ*] … Dictionary of Greek
τιρωνιανός — ή, ό, Ν [Τίρων] φρ. «τιρωνιανά σημεία» παλαιογραφικά σημεία ταχυγραφίας που επινοήθηκαν από τον Λατίνο συγγραφέα Τίρωνα … Dictionary of Greek